- περιτείνω
- ΜΑ [τείνω]1. τεντώνω και απλώνω κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι2. παθ. περιτείνομαια) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύβ) (για νερό) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», Αριστοτ.)γ) καλύπτομαι ολόγυρα από κάτι που είναι τεντωμένο («ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη», Αριστοτ.) δ) ιατρ. πρήζομαι, φουσκώνωε) προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι σφιχτά («oἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσί» — τα νύχια είναι σφιχτά προσαρμοσμένα στα άκρα, Ιπποκρ.)3. φρ. α) «περιτείνομαι περὶ ἀέρα» — εκτείνομαι στον αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.